σκανδαλιάρης

σκανδαλιάρης
-α, -ικο, Ν
βλ. σκανταλιάρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκανταλιάρης — και σκανδαλιάρης, α, ικο, Ν 1. αυτός που δημιουργεί σκάνδαλα, που δίνει αφορμές για φιλονικίες 2. (κυρίως για παιδιά) αυτός που κάνει σκανταλιές, που συμπεριφέρεται χωρίς τάξη και πειθαρχία, άτακτος, ζωηρός 3. αυτός που προκαλεί ερωτικά, που… …   Dictionary of Greek

  • σκανταλιάρικος — και σκανδαλιάρικος, η, ο, Ν [σκανταλιάρης / σκανδαλιάρης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον σκανταλιάρη. επίρρ... σκανταλιάρικα Ν με σκανταλιάρικο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”